Κυριακή 29 Ιουνίου 2008

Gouvernants et Gouvernes



henri michaux, mouvements

LA VIE DE L' ARAIGNEE ROYALE

L’ araignée royale détruit son entourage, par digestion.
Et quelle digestion se préoccupe de l’ histoire et des
relations personnelles du digeré? Quelle digestion pretend
garder tout ca sur des tablettes?
La digestion prend du digeré des vertus que celui-là
même ignorait et tellement essentielles pourtant qu’ après ,
celui-ci n’ est plus que puanteur, des cordes de puanteur
qu' il faut alors cacher vivement sous la terre .
Bien souvent elle approche en amie. Elle n’ est que
douceur, tendresse, désir de communiquer, mais
si impaisable est son ardeur, son immense bouche
désir tellement ausculter les poitrines d’ autrui (et sa
langue aussi est toujours inquiète et avide), il faut
bien pour finir qu’ elle dégloutisse!
Que d’ étrangers déjà furent engloutis!
Cependant, l’ araignée ensuite se désespère. Ses
bras ne trouve plus rien à étreindre. Elle s’ en va
donc vers une nouvelle victime et plus l’ autre se
débat, plus elle s’ attache à le connaître. Petit à petit
elle l’ introduit en elle et le confronte avec ce qu’elle
a de plus cher et de plus important, et nul doute qu’ il
ne jaillisse de cette confrontation une lumière unique.

Cependant, le confronté s’ abîme dans une nature
infiniment mouvante et l’ union s’ achève aveuglément.

Henri Michaux, La nuit remue

------------------------------------

Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΑΡΑΧΝΗΣ

Η βασιλική αράχνη καταστρέφει τους γύρω της
χωνεύοντάς τους.Και ποια χώνεψη νοιάζεται για
την ιστορία και τις προσωπικές σχέσεις του χωνε-
μένου; Ποια χώνεψη διατείνεται πως κρατά
για όλα αυτά σημειώσεις;
Η χώνευση παίρνει από τον χωνεμένο αρετές που
και ο ίδιος αγνοούσε ,τόσο όμως ουσιαστικές που
μετά δεν απομένει απ αυτόν παρά μπόχα,δύσοσμες
χορδές που πρέπει πάραυτα να θαφτούν.
Πολύ συχνά πλησιάζει φιλικά. Είναι όλο γλύκα,
τρυφερότητα, επιθυμία επικοινωνίας, τόσο ασίγαστο
είναι όμως το πάθος της, το τεράστιο στόμα
της θέλει τόσο πολύ ν' αφουγκραστεί τα στήθια
των άλλων ( το ίδιο κι η γλώσσα της είναι πάντοτε
ανήσυχη κι άπληστη), που τελικά πρέπει οπωσδήποτε
να καταπιεί!
Πόσους και πόσους ξένους δεν έχει ήδη καταβροχθίσει!
Στη συνέχεια ωστόσο η αράχνη απελπίζεται. Δε βρίσκει
πια τίποτα να σφίξει στην αγκαλιά της. Πλησιάζει λοιπόν
ένα καινούργιο θύμα κι όσο πιο πολύ ο άλλος αντιστέκεται,
τόσο πιο πολύ επιμένει να τον γνωρίσει.
Σιγά-σιγά τον βάζει μέσα της και τον αντιπαραβάλλει με
ό,τι πιο σημαντικό, ό,τι πιο πολύτιμο έχει και δεν υπάρχει
καμιά αμφιβολία πως από τούτη την αντιπαράθεση
αναβρύζει φως μοναδικό.

Όμως αυτός που αναμετριέται βυθίζεται στην άβυσσο
μιας φύσης αδιάκοπα κινούμενης και η ένωση τελειώνει
στα τυφλά.

μετάφραση melen

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2008

ΕΡΩΤΙΚΟ


two lovers, Safavid Riza Abbasi (1565 -1635)


..δως μου την έξαψη σου αλλά ασ' την να με γειώσει
να μη σκορπίζομαι. Δες τους ελαφρούς κυματισμούς
στην επιφάνεια. Μετά ναυπήγησέ με σαν πλοίο..


Jalal ad-Din Rumi, (1207-1273)
απόδοση Βίκος Ναχμίας, εκδ. Ντέφι.

Κυριακή 22 Ιουνίου 2008

ΈΡΜΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ


Magritte, Memoire.

Η Λησμονημένη V

Αυτά τα λόγια θα τα ξεριζώσει μετά σαράντα
χρόνια η λησμονημένη. Και σ' αυτό το δρόμο
να πω πως γίνονται θαύματα; Όχι. Τα θαύματα
γίνονται μόνο στις στοιχειωμένες εκκλησιές
Να πω για τον άνθρωπο που έγινε δέντρο και
για το στόμα του που φύτρωσαν λουλούδια; ντρέπομαι
κι όμως πρέπει να μιλήσω κι ας μη με πιστέψουν
Ο μόνος που θα μπορούσε να με πιστέψει τον σκο-
τωσαν εκεί μπροστά στο βωμό κάτι γυμνά αγόρια
τον σκότωσαν με τις πέτρες. Ήθελαν να πληγώσουν
ένα λυκόσκυλο ήθελαν να πουν ένα τραγούδι ήθελαν
να φιλήσουν μια γυναίκα. Πάντως τον σκότωσαν
και τον κόψαν στα δυο μ' ένα σπαθί. Από τη μέση
κι απάνω τον έστησαν άγαλμα σ' ένα παράθυρο.
Από τη μέση και κάτω τον έμαθαν να περπατάει σαν
τα μικρά που αρχινάνε. Γι' άγαλμα δε φάνηκε άξιος
γιατί δε μπόρεσαν να γίνουν άσπρα τα μάτια του.
Τα πόδια του πάλι κάνουνε ένα σωρό τρέλες και
τρομάζουν τις γυναίκες που νυχτώνονται στα πα-
ράθυρα. Τώρα πλάϊ στα χείλια του έχουν φυτρώσει
δυο φυλλαράκια πικρά. Καταπράσινα. Είναι άνθος
ή άνθρωπος; Είναι άνθρωπος ή άγαλμα; Είναι
άγαλμα ή απόκρυφος θάνατος. Αυτά τα λόγια
θα τα ξεριζώσει μετά σαράντα χρόνια η λησμο-
νημένη.



Μagritte, Le modele rouge.

Μίλτος Σαχτούρης, Τα Ποιήματα (1945-1971)
εκδ. Κέδρος.


Δευτέρα 16 Ιουνίου 2008

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ 3


a small bubble of life

Πέρα μακριά στα αχαρτογράφητα τέλματα της πιο
μπανάλ περιοχής του Δυτικού Σπειροειδούς βραχίονα του Γαλαξία βρίσκεται ένας μικρός, ασήμαντος, κίτρινος ήλιος.
Γύρω απ' αυτό τον ήλιο, σε μια απόσταση περίπου είκοσι δύο εκατομμυρίων μιλίων, γυρίζει ένας εντελώς ασήμαντος, μικρός, γαλαζοπράσινος πλανήτης, που οι κάτοικοι του, μια μορφή ζωής που κατάγεται από τους πιθήκους, είναι τόσο πρωτόγονοι που πιστεύουν ακόμη πως τα ψηφιακά ρολόγια είναι μια πανέξυπνη ιδέα.
Αυτός ο πλανήτης έχει - ή μάλλον είχε- ένα πρόβλημα, που ήταν το εξής: οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που ζούσαν σ' αυτόν ήταν συνήθως δυστυχισμένοι. Πολλές λύσεις είχαν προταθεί γι΄αυτό το πρόβλημα, αλλά οι περισσότερες ασχολούνταν με τη διακίνηση μικρών πράσινων χαρτιών, πράγμα παράξενο, γιατί βασικά δεν ήταν τα μικρά πράσινα χαρτιά που ήταν δυστυχισμένα.
Κι΄έτσι το πρόβλημα παρέμεινε΄ πολλοί άνθρωποι είχαν τα χάλια τους και οι περισσότεροι ήταν αξιοθρήνητοι, ακόμη κι αυτοί με τα ψηφιακά ρολόγια.
Όλο και πιο πολλοί ήταν της γνώμης πως ήταν ένα μεγάλο λάθος που κατέβηκαν από τα δέντρα. Και μερικοί έλεγαν πως ακόμα και τα δέντρα ήταν μια άσχημη κίνηση και πως δεν
έπρεπε καν να έχουν βγει από τους ωκεανούς.
Και τότε, μια Πέμπτη, κάπου δυο χιλιάδες χρόνια από τότε που είχαν καρφώσει κάποιον σ' ένα δέντρο επειδή είπε πόσο ωραία θα ήταν αν άρχιζαν να φέρονται καλά ο ένας στον άλλον, έτσι για αλλαγή, μια κοπέλα που καθόταν μόνη της σ' ένα μικρό καφενείο στο Ρίκμανσοθωρθ ξαφνικά κατάλαβε τι ήταν αυτό που δεν πήγαινε καλά τόσο καιρό, και πως θα μπορούσε ο κόσμος να γίνει ένα ωραίο κι ευτυχισμένο μέρος για όλους. Αυτή τη φορά είχε βρει το σωστό πράγμα που θα λειτουργούσε, χωρίς να χρειάζεται να καρφωθεί κανείς πουθενά.
Δυστυχώς όμως, προτού προλάβει να φτάσει στο τηλέφωνο και να ειδοποιήσει κάποιον, μια τρομερή, ηλίθια καταστροφή συνέβη και η ιδέα της χάθηκε για πάντα...

Douglas Adams, Γυρίστε το Γαλαξία με Ωτο-στόπ, εκδ. Ars Longa.

Κυριακή 15 Ιουνίου 2008

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ 2


Χρόνης Μπότσογλου,1977,
λάδι σε μουσαμά.

...πίσω από τις λέξεις υπάρχει φως και γεωμετρία
που απλώνεται στο χώρο. Υπάρχει όμως η δυνατότητα
μεταφοράς μιας εμπειρίας, της αφής για παράδειγμα, στον
κώδικα της όρασης;
Σκέφτομαι έναν λόγο "πλάγιο", μη παραγωγικό, στατικό και
αντιλογοτεχνικό , όπως αντιμουσικό είναι το κελάϊδισμα ενός
πουλιού, αφηρημένο και ψυχρό, αλλά όχι τεχνοκρατικό.
Κάπου ανάμεσα στα μαθηματικά και στο χορό.
Να μιλά για πράγματα της όρασης με λέξεις της αφής ή της
γεύσης. Οι λέξεις να είναι ζάρια, κάτω απ' το εξάρι ο
άσος, κάτω απ' την τριπλή τα ντόρτια. Ανάμεσα στο σκάκι
και στην ποίηση.
Η ποίηση. Μήπως μόνο μέσα απ' αυτή μπορούμε να μι-
λήσουμε για τη ζωγραφική, τη μουσική, το χορό, τη φυσι-
κή, τα μαθηματικά, αφού είναι η μόνη που μπορεί να ξανα-
γυρίζει τηις λέξεις στα πράγματα; Που δίνει τον τρόπο να
μιλήσει η γεύση, η αφή, η όσφρηση, η ακόη, η όραση, η κί-
νηση, αφού γυρίζει τα πράγματα στις αισθήσεις;
Οι λέξεις, αυτά τα μικρά μαλακά φιαλίδια ανθρώπινης
ενέργειας, που τα ρίχνουμε για να καλύψουμε το φόβο του
απείρου και του τίποτα. Ο μόνος λόγος η ποίηση;
...Δεν μου ανήκουν οι λέξεις. Αλλά ούτε τα χρώματα
ούτε τίποτε άλλωστε μου ανήκει. Δεν ξέρω αν προσπαθώ
να συναντήσω τον εαυτό μου ή να κρυφτώ.
Ένας τρόπος σιωπής δεν είναι και η ομιλία ;

Απόσπασμα από το: Οι Λέξεις
Χρόνης Μπότσογλου, Ψευτοδοκίμια
Κείμενα για την τέχνη, εκδ. Καστανιώτη.


ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ


lac leman, printemps. Φώτο melen.

Ο κόσμος αργά˙ τα πράγματα αφημένα στο πάει
τους˙ να δημιουργούνται οι ορίζοντες˙ να γεννιέται
-μούλος- ο χρόνος˙ οι τόποι, οι εποχές να πηγαίνου-
νε. Ξέρετε πώς περπατάνε στη γη; νά, πηγαίνουν˙ τί-
ποτα άλλο˙πηγαίνουν σε προϋπαντάνε τα όρια σε ακο-
λουθάν πίσω οι δρόμοι -οι πολιτείες- σου τραγου-
δάνε βαθιά. Έχει ένα χτύπο το χάος˙έχει ένα σφυγμό
το κενό˙ και μόνο οι ώρες σωπαίνουν και μόνο οι καιροί
δε μιλούν. Η αιωνιότη σε κοιτάζει και σκέφτεται˙ τα
πλάτη, οι απόστασες, είναι αφιερωμένα στο βάδι σου˙
αναθυμιάζει με ευλάβεια κατ' απ' το βήμα σου η γη.
Έτσι πάνε˙ όλο ίσα και ντρίτα˙ άκρη-άκρη στις σι-
δεροτροχιές, στα ποτάμια, άκρη-άκρη στους ωραίους
γιαλούς˙ πάντα δημοσιά κι' όλο κάμπο˙ δεν ανεβοκατε-
βαίνουν τα βήματα, δεν παν οι στράτες λοξά˙ για σένα
δεξά ή ζερβά να διαβαίνουν τα όρη, να εξελίσσονται οι
θάλασσες˙ ή καμπύλη, ή ευθεία, αλλά τι καμπύλη; Όση
η γη. Και τι ευθεία ; Όσο ατέρμονη είναι η πλήξη των
όρνιων και το τέρμα των τραίνων που κουβαλάν το
χιονιά... κι ο κόσμος αργά˙ η αιωνιότη πιστώνει. Η
φυγόκεντρη δύναμη ας είναι ένα παραμύθι των κύκλων,
και μόνο μια ψείρα νάσαι σύ στις στροφές˙έτσι˙ έτσι
όπως πάνε οι δρόμοι μονάχοι τους έτσι όπως στέκουν
τα βράχια.

Γιάννης Σκαρίμπας, Το Θείο Τραγί, εκδ. Νεφέλη.