(15-11)
Kαι ταξιδεύεις κυριακή μ' ένα καράβι αυγουστιάτικο φορτωμένο ετεροδημότες.
Και δεν υπάρχει χώρος πουθενά να πέσει ένα μολύβι καν
Και δεν υπάρχει ήχος φυσικός που να μην τον απορροφά
αυτός ο αφόρητος θόρυβος,
το ασταμάτητο βουητό των ανθρώπων
και συνειδητοποιείς πως
σε δώδεκα ώρες ταξίδι, τα πιο κοντινά σου πλάσματα
αυτά που περισσότερο αισθάνεσαι να επικοινωνείς
είναι δυο σκύλοι και δυο παιδιά.
Τους σκύλους τους αγαπάς
για τα παιδιά λυπάσαι
Και ταξιδεύεις κυριακή μ ένα καράβι αυγουστιάτικο φορτωμένο ετεροδημότες
ένας άντρας γύρω στα πενήντα πέντε κάθεται δίπλα σου
επιμένει να σου αναπτύξει τη θεωρία του για τον κόσμο
που είναι και η μόνη σωστή
μια γυναίκα σου μιλάει για τις αγωνίες της,
θέλει να πάει το παιδί της στον ψυχίατρο
γιατί ερωτεύτηκε και κλαίει
παρατηρείς, ακούς, συμπονάς
μ ένα ποτήρι βότκα
που διαρκώς ανανεώνεται.
Σκέφτεσαι πως το κουτσό ήταν καλύτερη παρέα
-ναι το σκέφτεσαι- πιο πραγματική πιο ζεστή παρέα, αλλά
δεν μπορείς να ξαναπιάσεις τώρα το κουτσό
στον κουτσαμένο κόσμο κούτσαινε
-ή κολύμπα
-ή κολύμπα
Ο ταξιτζής μιλάει για την όμορφη πόλη μας
για τους προγόνους μας που ήταν σοφοί και την επέλεξαν
δεν αντέχεις και του τη λες αυθόρμητα
αυτός βουβαίνεται
μετά το ρίχνει στον πληθυντικό ευγένειας
Η ζέστη αφύσικη
Η παραμονή
(16-27/11)
κατεβαίνεις πεζή στο γραφείο
αμούστακα κακομούτσουνα
με μπράτσα πιστόλια και γκλοπ
ποζάρουν σε κάθε γωνία
το επάγγελμα ανθεί σε εποχές κρίσης
τριγύρω οι δίες, χουλιγκάνοι που εκτοξεύουν
καυσαέριο, θόρυβο και αντριλίκι
έχεις να τους συναντήσεις από την 5η του μάη
όταν καβαλώντας κομβόι τον πεζόδρομο της μεθώνης
χίμηξαν ανεξέλεγκτοι στην πλατεία και την κάναν γυαλιά καρφιά
Η μνήμη επανέρχεται στο ακέραιο
αδυνατείς να την εξαερώσεις
η μυθολογία γύρω από τον θεό
ο θεός, ο βολικός, ο κατ' εικόνα του ανθρώπου
διαβάζεις τον κάιν του σαραμάγκου
"...Στην επιστροφή, συμπτωματικά, σταμάτησαν για μια στιγμή στο δρόμο όπου ο αβραάμ είχε μιλήσει με τον κύριο, και τότε ο Κάιν είπε, Έχω μια σκέψη που δεν με αφήνει σε ησυχία, Ποια σκέψη, ρώτησε ο αβραάμ, Σκέφτομαι πως υπήρχαν αθώοι στα σόδομα και στις άλλες πόλεις που κάηκαν, Αν υπήρχαν, ο κύριος θα είχε τηρήσει την υπόσχεση που μου έδωσε να τους σώσει τη ζωή, Τα παιδιά, είπε ο κάιν, τα παιδιά πρέπει να ήταν αθώα, Θεέ μου, μουρμούρισε ο αβραάμ και η φωνή του ήταν σαν βογκητό, Ναι, θεός δικός σου είναι, δικός τους όμως δεν είναι."
Λεωφορείο για την τρίπολη
αέρας καθαρός βουνίσιος
ιτιές, πολλές ιτιές
χαμηλά κυρίως κτίρια
σκεπές με κεραμίδια
μυρωδιά παντού από ξύλο που καίγεται
εδώ δεν έχει δίες
άφησαν φαίνεται οι θεοί
τα βουνά στην ησυχία τους
επιστρέφεις στην πρωτεύουσα δευτέρα πρωί
πηγαίνεις απευθείας από το κτελ στο γραφείο
μπορεί σε δυο μήνες να μην έχεις δουλειά
το ξέρεις εδώ και καιρό
οι συζητήσεις ακόμα αόριστες γενικές
κορδέλες οι λέξεις που φτιασιδώνουν την αβεβαιότητα
χάσκει ανοιχτό το στόμα του άγχους
χορεύεις γύρω του χωρίς να πέφτεις μέσα
ως πότε;
Ζέστη αφύσικη που εξακολουθεί
Τα καράβια εδώ και πέντε μέρες απεργούν
βρίσκεσαι αποκλεισμένη στο λεκανοπέδιο
σκουπιδιάρα έχει τρεις μέρες να περάσει
από τη γειτονιά που σε φιλοξενεί
σκύλοι και άνθρωποι συνωστίζονται γύρω από τους κάδους
Κυρίως τη νύχτα
τη νύχτα τα σκουπίδια γίνονται
Η παραμονή
(16-27/11)
κατεβαίνεις πεζή στο γραφείο
αμούστακα κακομούτσουνα
με μπράτσα πιστόλια και γκλοπ
ποζάρουν σε κάθε γωνία
το επάγγελμα ανθεί σε εποχές κρίσης
τριγύρω οι δίες, χουλιγκάνοι που εκτοξεύουν
καυσαέριο, θόρυβο και αντριλίκι
έχεις να τους συναντήσεις από την 5η του μάη
όταν καβαλώντας κομβόι τον πεζόδρομο της μεθώνης
χίμηξαν ανεξέλεγκτοι στην πλατεία και την κάναν γυαλιά καρφιά
Η μνήμη επανέρχεται στο ακέραιο
αδυνατείς να την εξαερώσεις
η μυθολογία γύρω από τον θεό
ο θεός, ο βολικός, ο κατ' εικόνα του ανθρώπου
διαβάζεις τον κάιν του σαραμάγκου
"...Στην επιστροφή, συμπτωματικά, σταμάτησαν για μια στιγμή στο δρόμο όπου ο αβραάμ είχε μιλήσει με τον κύριο, και τότε ο Κάιν είπε, Έχω μια σκέψη που δεν με αφήνει σε ησυχία, Ποια σκέψη, ρώτησε ο αβραάμ, Σκέφτομαι πως υπήρχαν αθώοι στα σόδομα και στις άλλες πόλεις που κάηκαν, Αν υπήρχαν, ο κύριος θα είχε τηρήσει την υπόσχεση που μου έδωσε να τους σώσει τη ζωή, Τα παιδιά, είπε ο κάιν, τα παιδιά πρέπει να ήταν αθώα, Θεέ μου, μουρμούρισε ο αβραάμ και η φωνή του ήταν σαν βογκητό, Ναι, θεός δικός σου είναι, δικός τους όμως δεν είναι."
Λεωφορείο για την τρίπολη
αέρας καθαρός βουνίσιος
ιτιές, πολλές ιτιές
χαμηλά κυρίως κτίρια
σκεπές με κεραμίδια
μυρωδιά παντού από ξύλο που καίγεται
εδώ δεν έχει δίες
άφησαν φαίνεται οι θεοί
τα βουνά στην ησυχία τους
επιστρέφεις στην πρωτεύουσα δευτέρα πρωί
πηγαίνεις απευθείας από το κτελ στο γραφείο
μπορεί σε δυο μήνες να μην έχεις δουλειά
το ξέρεις εδώ και καιρό
οι συζητήσεις ακόμα αόριστες γενικές
κορδέλες οι λέξεις που φτιασιδώνουν την αβεβαιότητα
χάσκει ανοιχτό το στόμα του άγχους
χορεύεις γύρω του χωρίς να πέφτεις μέσα
ως πότε;
Ζέστη αφύσικη που εξακολουθεί
Τα καράβια εδώ και πέντε μέρες απεργούν
βρίσκεσαι αποκλεισμένη στο λεκανοπέδιο
σκουπιδιάρα έχει τρεις μέρες να περάσει
από τη γειτονιά που σε φιλοξενεί
σκύλοι και άνθρωποι συνωστίζονται γύρω από τους κάδους
Κυρίως τη νύχτα
τη νύχτα τα σκουπίδια γίνονται
ο δημόσιος μπουφές.
κι ενώ σκαλίζουν κάδους διπλανούς
πιο διπλανούς από το διπλανό διαμέρισμα
είναι αποκλεισμένοι, όπως όλοι μας,
σε μια ιδιωτικότητα συμπαγή
αφόρητη,
απροσπέλαστη όμως
ρητή και αναντίρρητη όσο και η πείνα
"the terrible privacy of maxwell sim",
γυροφέρνει στο κεφάλι σου ο τίτλος του Κόου
ανοίγεις το βιβλίο και βυθίζεσαι
αντιστέκεσαι στον ύπνο ώσπου
οι λέξεις αποστάζουν μέσα στο όνειρο
Επίλογος
Αύριο φεύγεις
πρωί στις επτάμιση
οι γεύσεις όλες ανακατώνονται στο στόμα σου
κλίμακες ετερόκλιτων συναισθημάτων
τίποτα δεν θα αλλάξει προς το "καλύτερο" ή το "χειρότερο"
μονάχα που θα ξεπλυθείς στη θάλασσα
cause, (cummings)
For whatever we lose (like a you or a me)
it' s always ourselves we find in the sea