Δευτέρα 13 Αυγούστου 2012

Ο Ξένιος Δίας και οι Κύκλωπες



«Ξένοι, ποιοι να 'στε; κι από πού εδώ σας φέρνουν οι πλωτοί σας δρόμοι;
μήπως για εμπόριο; ή όπου λάχει τριγυρνάτε,
καθώς το κάνουν οι ληστές στα πέλαγα, παίζοντας τη ζωή τους,
στους άλλους όμως προξενούν κακό;».
Έτσι μιλώντας, η δική μας η καρδιά πήγε να σπάσει
από τον φόβο της βαριάς φωνής και της πελώριας του θωριάς.
Και μολοντούτο εγώ αποκρίθηκα, μιλώντας του μ' αυτά τα λόγια:
«Εμείς, από την Τροία μισεύοντας, είμαστε Αχαιοί περιπλανώμενοι,
που μας εχτύπησαν κάθε λογής ανέμοι, το μέγα κύμα περνώντας
της θαλάσσης· γυρεύοντας να πάμε σπίτι, πέσαμε σ' άλλη οδό
και σ' άλλους δρόμους -έτσι ασφαλώς το θέλησε ο Δίας αποφασίζοντας.
Κι όμως ανήκουμε, και το καυχιόμστε, στο μέγα στράτευμα
του Ατρείδη Αγαμέμνονα, που τώρα απέραντη δεσπόζει η δόξα του
κάτω από κάθε ουρανό· αφού εκείνος πάτησε τη μεγάλη, τειχισμένη πόλη
κι αφάνισε τόσους και τόσους.
Και να, η τύχη εδώ μας φέρνει, οπού ικετεύοντας προσπέφτουμε
στα γόνατά σου· ανίσως ήθελες να μας φιλοξενήσεις, κι ακόμη
να μας δώσεις κάποιο δώρο, όπως το ορίζει κι η τιμή στους ξένους.
Αλλά σεβάσου, όσο μεγάλη κι αν είναι η δύναμή σου, τους θεούς· είμαστε
ικέτες σου· κι ο Δίας εκδικείται και τους ικέτες και τους ξένους,
ο Ξένιος Δίας, που τιμώντας τους ξένους συντροφεύει».
Έτσι του μίλησα, εκείνος όμως απαντούσε μ' άσπλαχνο φυσικό:
«Είσαι μωρός, άνθρωπε ξένε· φτασμένος από μέρη μακρινά, εσύ
μου παραγγέλλεις ή να φοβάμαι τους θεούς ή να αποφεύγω
την οργή τους; Μάθε λοιπόν οι Κύκλωπες δεν νοιάζονται
τι λέει ο Δίας με την αιγίδα του μήτε οι μακάριοι θεοί -
είμαστε εμείς κατά πολύ πιο δυνατοί.
Γι' αυτό κι εγώ μην περιμένεις, από τον φόβο του Διός
και της οργής του, να λυπηθώ κανέναν, εσένα μήτε τους συντρόφους,
αν η δική μου βούληση δεν το θελήσει.
Μα τώρα πες μου, καλοχτισμένο το καράβι σου πού το κρατάς;
κάπου στην άλλην άκρη; μήπως κοντά; θέλω να ξέρω».
Μιλώντας έτσι γύρευε να με ψαρέψει·
εμένα όμως, που πολλά ο νους μου κόβει,
ο δόλος δεν μου ξέφυγε, γι' αυτό κι αμέσως αποκρίθηκα με δόλια λόγια:
«Α, το καράβι μου το σύντριψε ο κοσμοσείστης Ποσειδών·
στα βράχια το 'ριξε, πέρα στην άλλην άκρη της δικής σου χώρας·
το τσάκισε πάνω σε κάβο, όπου και το παρέσυρε ο πελαγίσιος άνεμος·
μόνος εγώ, μ' αυτούς εδώ, γλίτωσα τον φριχτό χαμό».
Εγώ του μίλησα, όμως αυτός καμιάν απόκριση δεν δίνει, άσπλαχνη καρδιά·
μόνο πετάχτηκε κι απλώνει τα δυο του χέρια στους συντρόφους,
αρπάζει δυο μαζί, και καταγής, σάμπως κουτάβια, τους χτυπά·
ο εγκέφαλός τους λύθηκε, χύθηκε κάτω, μούσκεψε το χώμα·
μετά τους διαμελίζει και με τα μέλη τους στρώνει το δείπνο του·
λιοντάρι ορεσίβιο, τους καταβρόχθιζε, τίποτε να μη μείνει
υπόλοιπο: σπλάχνα και σάρκες, κόκαλα και μεδούλι.
Εμείς, θρηνώντας, τα χέρια υψώναμε στον Δία,
βλέποντας μπρος στα μάτια μας έργα φριχτά, ανήμποροι
και σαν παραλυμένοι.

Ομήρου Οδύσσεια, ι 252-295, μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτης, εκδ. Στιγμή, Αθήνα 1993.

Υ.Γ. Της Πελαγίας Μαρκέτου αυτή η ανάρτηση που πήγε και ξετρύπωσε τους Κύκλωπες

Πέμπτη 9 Αυγούστου 2012

νήσος του πάσχα, η Γη


 

Το νησί του Πάσχα περιβάλλεται από μια αύρα μυστηρίου από το 1722, όταν αυτό και οι πολυνήσιοι κάτοικοί του "ανακαλύφθηκαν" από τον ολλανδό εξερευνητή Jakob Roggeveen.
Βρισκόμενο καταμεσής του ειρηνικού ωκεανού, 3.700 χιλιόμετρα δυτικά της Χιλής, το Νησί του Πάσχα ξεπερνά ακόμη και το Χέντερσον ως μια από τις πιο απομονωμένες νησίδες γης του κόσμου.



Εκατοντάδες αγάλματα, βάρους μέχρι 85 τόνους και ύψους μέχρι 11 μέτρα, λαξεύτηκαν σε ηφαιστειακά λατομεία, μεταφέρθηκαν με κάποιον τρόπο σε απόσταση αρκετών χιλιομέτρων και τοποθετήθηκαν σε όρθια θέση πάνω σε εξέδρες από ανθρώπους που δεν διέθεταν μεταλλικά εργαλεία και τροχούς ούτε κάποια πηγή ισχύος πέρα από την ανθρώπινη μυϊκή δύναμη. Ακόμη περισσότερα αγάλματα κείτονται ανολοκλήρωτα στα λατομεία ή ολοκληρωμένα αλλά εγκατελλειμένα στο δρόμο ανάμεσα στα λατομεία και τις εξέδρες. Η όλη εικόνα σήμερα δημουργεί την αίσθηση ότι οι σμιλευτές και οι μεταφορείς παράτησαν ξαφνικά τη δουλειά στη μέση, αφήνοντας πίσω τους ένα απόκοσμα βουβό τοπίο.



Όταν ο Roggeveen αποβιβάστηκε στο νησί, πολλά αγάλματα στέκονταν ακόμη όρθια, αν και είχε σταματήσει η λάξευση νέων. Μέχρι το 1840, όλα τα ανεγερμένα αγάλματα είχαν σκόπιμα ανατραπεί από τους ίδιους τους κατοίκους του Πάσχα. Πώς μεταφέρθηκαν και στήθηκαν όρθια τέτοια θεόρατα αγάλματα, για ποιο λόγο τελικά ανατράπηκαν και γιατί σταμάτησαν να λαξεύονται καινούργια;



 Το πρώτο ερώτημα απαντήθηκε όταν επιζώντες κάτοικοι του Πάσχα έδειξαν στον Thor Heyerdahl πώς οι πρόγονοί τους χρησιμοποιούσαν κορμούς δέντρων ως κινητούς κύλινδρους για τη μεταφορά των αγαλμάτων και κατόπιν ως μοχλούς για την όρθωσή τους. Τα υπόλοιπα αινίγματα επιλύθηκαν από μεταγενέστερες αρχαιολογικές και παλαιοντολογικές έρευνες, οι οποίες αποκάλυψαν τη μακάβρια ιστορία του Πάσχα. Όταν το νησί αποικίστηκε από Πολυνήσιους γύρω στο 400 μ.χ., καλυπτόταν από ένα δάσος το οποίο οι άποικοι σταδιακά αποψίλωσαν προκειμένου να φτιάξουν κήπους και να εξασφαλίσουν κορμούς για την κατασκευή κανό και την ανέγερση αγαλμάτων



 Γύρω στο 1500, ο πληθυσμός είχε ανέλθει στα 7.000 άτομα περίπου (πάνω από 60 κάτοικοι ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο), είχαν κατασκευαστεί γύρω στα 1000 αγάλματα, και τουλάχιστον 324 από αυτά είχαν στηθεί όρθια. Το δάσος όμως είχε καταστραφεί ολοκληρωτικά. Δεν είχε απομείνει ούτε ένα ζωντανό δέντρο.
Μια άμεση συνέπεια αυτής της οικολογικής καταστροφής που προξένησαν οι νησιώτες στον εαυτό τους ήταν ότι έπαψαν να διαθέτους τους απαραίτητους κορμούς για τη μεταφορά και την όρθωση των αγαλμάτων, οπότε σταμάτησε και η κατασκευή τους. Η αποδάσωση όμως είχε και δύο έμμεσες συνέπειες που συνέτειναν στην πρόκληση λιμού: τη διάβρωση του εδάφους και την έλλειψη ξυλείας για την κατασκευή κανό, η οποία είχε ως επακόλουθο την μειωμένη πρόσληψη πρωτεϊνών από το ψάρεμα. Ως εκ τούτου, ο πληθυσμός του Πάσχα ήταν πια μεγαλύτερος από εκείνον που μπορούσε να συντηρηθεί στο νησί και η νησιωτική κοινωνία κατέρρευσε εν μέσω ενός ολοκαυτώματος εμφύλιων συγκρούσεων και κανιβαλισμού.


 Μια τάξη πολεμιστών κατέλαβε την εξουσία. Αιχμές δοράτων άρχισαν να παράγονται σε τεράστιες ποσότητες. Οι ηττημένοι τρώγονταν ή υποδουλώνονταν. Οι αντίπαλες φατρίες ανέτρεπαν η μία τα αγάλματα της άλλης και οι άνθρωποι άρχισαν να ζουν σε σπηλιές για αυτοπροστασία. Αυτό που κάποτε ήταν ένα εύπορο νησί, το οποίο συντηρούσε έναν από τους πιο αξιοσημείωτους πολιτισμούς του κόσμου, παρήκμασε στο Πάσχα του σήμερα: έναν άγονο βοσκότοπο γεμάτο πεσμένα αγάλματα που συντηρεί λίγοτερο από το 1/3 του πρότερου πληθυσμού του.

Jared Diamond
Ο τρίτος Χιμπαντζής
εκδ. Κάτοπτρο