Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2008
ανάλγητου θεού ημίφως
το ποίημα που ακολουθεί το ξεσήκωσα
από τις σελίδες του Νίκου Σαραντάκου
Γέννησις
'Εξω βαριά, μονότονα κι επίμονα χτυπά η βροχή
στους τσίγκους των καταστημάτων.
Και σα βουβό παράπονο μέσ' στην καρδιά μας αντηχεί
που άγνωστος φόβος της κρατά δεμένη κάθε της πτυχή
κι είναι σπηλιά κακοποιών και βάρβαρων πνευμάτων.
Ανίσχυρο το λογικό -κρίση, συνείδηση και νους-
ζητεί να μάθει την αιτία
που μας κρατάει στην ερμιά του ψυχικού μας αχανούς
που μας κρατάει σκοτεινούς, βασανισμένους, ταπεινούς
γεμάτους ζόφο και νυχτιά και θλίψη και σκοτία.
Τάχατες τ' άλλα πλάσματα, που η σκέψη δεν τα τυραννά
δεν τα βαραίνει σαν κατάρα,
νοιώθουν το ίδιο σαν εμάς τον αδυσώπητο βραχνά
ή τάχα πέφτουν ήσυχα να κοιμηθούν μ' όνειρα αγνά
χωρίς καμμιά τον ύπνο τους να τον ταράζει αντάρα;
Χριστέ, γιατί γεννήθηκες μες στου χειμώνα την καρδιά
και τέτοια δίδαξες θρησκεία;
Προτού να ρθεις εμοιάζαμε ξέγνοιαστα κι άταχτα παιδιά
κι ήταν η ζήση μας απλή, με φως γεμάτη κι ομορφιά
κι απ' την ψυχή μας άγνωστη και ξένη η αμαρτία.
'Ο,τι κι αν κάναμε κακό, ήταν απλό και φυσικό
κι όμοιοι μας ήταν κι οι θεοί μας.
'Ηταν ανθρώπινοι θεοί, με τίποτα το θεϊκό
που μας γελούσαν στοργικά, που συγχωρούσαν το κακό
κι ήτανε πάντα μέσα μας και πάντοτε μαζί μας.
Μα εσύ τους έδιωξες αυτούς, τους πρόσχαρους, τους αφελείς
θεούς, που μας πονούσαν τόσο
και ξέσκισες τους νόμους μας, τους ανθρωπίνους κι ατελείς,
νόμους ωστόσο μιας ζωής, γλυκειάς και διάφανης κι απλής
και μάρανες την ηδονή, την άνοιξη, τη δρόσο.
Από τα βάθη του αχανούς, του ακατανόητου ουρανού
μια φοβερή έφερες εικόνα
ενός ανάλγητου θεού, σκληρού, στυγνού και σκοτεινού
κι είπες πως είν' αμάρτημα και το τραγούδι του πτηνού
και της κοπέλλας τ' όνειρο, κι η μυρουδιά του ανθώνα.
Νόμους εθέσπισες σκληρούς με τη στυγνή σου διδαχή
και σκότωσες την ευτυχία.
Απάρνηση κάθε χαράς, σκοτάδια μέσα στην ψυχή,
κάθε χαμόγελο γλυκό, κάθε χαρούλα μας φτωχή
είναι θανάσιμο κακό και ρύπος κι αμαρτία.
Ποτές δε χάρηκες το φως. Σε θέλγαν πάντα τα κεριά
και των ναών σου το ημίφως.
Οι προσευχές σου ψάλλονται με μια κατάνυξη βαριά.
Δεν χάρισες στον άνθρωπο ούτε μια στάλα λευτεριά
και οι πιστοί σου ήθελες νάχουμε δούλων ήθος.
Κι όπως γεννήθηκες Χριστέ μες στου χειμώνα την καρδιά
που σύμβολο στη σκοτεινή σου στάθηκε θρησκεία,
για να πεθάνεις διάλεξες κάποια χαρούμενη βραδυά
κι ερύπανες της άνοιξης τη ζωογόνα ευωδιά
με του φριχτού σου λιβανιού τη δυσωδία.
(Σάμος, 24.12.1937)
Άχθος Αρούρης
Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2008
Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2008
Αχαρτογράφητη Γη
Ένα σύστημα, κοντά εικοσαετία χωρίς αντίπαλο, αυτοαναφλέχτηκε.
Εμείς, κοιμόμαστε ακόμη τον ύπνο του.
Μιλάμε έναν λόγο που στην ουσία έχει ήδη παρέλθει.
Πού είναι οι λέξεις ;
Οι λέξεις του καινούργιου που έρχεται ;
Πώς διάολε θα έρθει αν δεν του δώσουμε σχήμα ;
Είναι δομικός κανόνας το όραμα.
Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2008
Ρώσικη ρουλέτα
Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2008
CHAPEAU
πως το αισθαντικό, το ειλικρινές,
το ωραίο, το ουσιαστικό,
δεν πρέπει σε καμιά στιγμή
να απουσιάζουν απ' τον κόσμο..
Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2008
Τα κοράκια περιμένουν ..
Έχει θερμούς υποστηρικτές που την κρατάν στη θέση της,
όχι τους ψηφοφόρους της φυσικά που μειώνονται
αλλά τους συνάδερφούς της του ΠΑΣΟΚ, που περιμένουν
πότε οι δημοσκοπήσεις θα δώσουν δείκτες αυτοδυναμίας
για να υψώσουν τους τόνους και να φωνάξουν με δίκαιη οργή, εκλογές τώρα!
Ως τότε κάθονται στις καρέκλες τους και παρακολουθύν
τρίβοντας τα πεντακάθαρα χέρια τους.
Στο μεταξύ ας φάμε μερικά ληγμένα χημικά,
ό,τι περισσέψει θα μας το ταϊσει το επόμενο κοράκι
που τώρα κοιμάται κι' ονειρεύεται με τα σάλια να του
τρέχουν την αυτοδύναμη καρέκλα του και τη χρυσή κουτάλα
Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2008
φωτιές διαδοχικών "κυβερνήσεων"
Ας αφήσουμε λίγο στην άκρη τους χαρακτηρισμούς και τις θεωρίες κι ας παρατηρήσουμε τα γεγονότα, τα γεγονότα ΜΟΝΟ, τα γεγονότα χωρίς το καπέλο της προσωπικής τοποθέτησης του καθένα μας.
Ας βγάλουμε την τοποθέτηση- καπέλο μας,
τι μας λένε από μόνα τους τα γεγονότα;
Λένε πως το καζάνι έβρασε τόσο πολύ που τώρα ξεχειλίζει και ξεχύνεται ανεξέλεγκτα. Λένε πως ενώ το καζάνι σκορπάει παντού καυτές ριπές οι ιθύνοντες τα έχουν χαμένα, εντελώς χαμένα. Εξακολουθούν να μιλάν την ίδια νεκρή γλώσσα, αδυνατούν ακόμη και τώρα να καταλάβουν πως αυτή η γλώσσα με όλα όσα πρακτικά συνεπαγόταν και εξακολουθεί να συνεπάγεται, οδήγησε την κατάσταση στην έκρηξη των ημερών, αδυνατούν να καταλάβουν πως όχι μόνο απαξιώνουν την ποιότητα της ζωής καθημερινά αλλά ταυτόχρονα εμπαίζουν τον πολίτη λες και είναι κατ’ ανάγκη ηλίθιος ή ένας ακόμη αριθμός στα εκλογικά τεφτέρια τους , πόσο περίμεναν ότι θα αντέξει κάποιος δεμένος χειροπόδαρα με δάνεια ενώ τα βατοπέδια ακμάζουν, πόσο θ αντέξει κάποιος με 400-500 ευρώ το μήνα, απλήρωτες υπερωρίες, τις περισσότερες φορές ανασφάλιστος;
Το καζάνι ξεχείλιζει, καίγεται και καίει ότι βρει μπροστά του. Οι πρώην και νυν κυβερνήσεις χρόνια ολόκληρα έριχναν λάδι στη φωτιά. Τι κοιτάζουν λοιπόν τώρα σα χάνοι; Γιατί τόση έκπληξη; Ακόμη κι’ ένα παιδί γνωρίζει τι συμβαίνει όταν ρίχνεις λάδι στη φωτιά.
Υ.Γ. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων.. δεν μπορώ να πιστέψω πως τόσα μέτωπα, σε τόσες πόλεις μένουν ανοιχτά μόνο από χούλιγκανς και αντιεξουσιαστές, ούτε ότι σε όλα πια τα μέτωπα συμμετέχουν και «όργανα της τάξης» για προβοκάτσια. Είναι κι άλλοι που σπάνε, κι’ άλλοι που καίνε, γι΄αυτούς μιλάω παραπάνω. Διαβάζω παντού βιαστικές ερμηνείες , ερμηνείες που δεν λαμβάνουν υπόψη πως σε μια έκρυθμη κατάσταση, αυτό που θεωρείται "μέσος πολίτης", δεν αντιδρά με τον αναμενόμενο τρόπο. Μοιάζει πια αυτός ο μέσος πολίτης, σα μια καρικατούρα που δεν αλλάζει ποτέ. Αυτός στον οποίο απευθύνονται οι πολιτικοί, δεν υπάρχει,γιατί δεν υπάρχουν πλέον οι συνθήκες που τον γέννησαν, είναι άλλος ο μέσος πολίτης γιατί είναι άλλες οι συνθήκες στις οποίες ζει.
Δεν ξέρω ποια θα είναι η συνισταμένη όλων αυτών των ημερών, ελπίζω αυτή η γενικευμένη δυσαρέσκεια να φέρει μια καλύτερη επιτέλους διαχείρηση αυτής της χώρας που σήμερα μετά τόσα χρόνια πολιτικού πλιάτσικου, έφτασε να πλιατσικολογείται από τους πολίτες της.
Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2008
Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2008
ιστορία versus Ιστορία
Η Ιστορία υπακούει στον γραμμικό νόμο παρελθόν-παρόν-μέλλον.
Ποιος μπορεί να ισχυριστεί πως έχει παίξει μεγαλύτερο ρόλο στην καθημερινή του ζωή η σφαγή των αβοριγινων απ' ότι ο κένταυρος ή η νεράϊδα;
Ο καθένας υφίσταται το δικό του κομμάτι Ιστορικής πραγματικότητας, χωρικά και χρονικά μιλώντας , συνήθως αντιλαμβάνεται τον κόσμο μέσα σ' αυτό το χωρικά και χρονικά περιορισμένο πλαίσιο.
Το παραμύθι αντίθετα προσπερνάει όλα τα σύνορα, ακόμη κι αυτό της γλώσσας, απευθύνεται σ’ ένα σύνολο ακερμάτιστο, επιτρέπει στον αρχικό παλμό να εκδηλωθεί και να σχεδιάσει απ την αρχή τις διαστάσεις του κόσμου ανεμπόδιστα.
Ό,τι ανασαίνει, επιβιώνει ατόφιο μες το μύθο.
Από αυτήν την γωνία κοιτώντας, επέλεξα το παρακάτω απόσπασμα από το Waterland:
Ρεαλισμός· μοιρολατρία· φλέγμα· Το να ζεις στο Φενς είναι σαν να κατεβάζεις κάθε μέρα μεγάλες δόσεις πραγματικότητας. Τη μεγάλη, επίπεδη μονοτονία της πραγματικότητας· τον πλατύ, άδειο χώρο της πραγματικότητας. Η μελαγχολία κι η αυτοκτονία δεν είναι άγνωστες στο Φενς. Το πολύ πιοτό, η τρέλλα και τα ξαφνικά, βίαια ξεσπάσματα είναι συνηθισμένα. Πώς ξεπερνιέται η πραγματικότητα; Πώς αποκτιούνται, σ’ έναν επίπεδο τόπο, διακυμάνσεις στα συναισθήματα; Αν είσαι από τους Άτκινσον, δεν είναι δύσκολο. Αν έχεις γίνει πλούσιος πουλώντας εξαιρετικής ποιότητας κριθάρι, αν μπορείς να κοιτάζεις από το Νόρφολκ ψηλά και να βλέπεις κάτω το επίπεδο Φενς – αυτό το μη τοπίο-, τότε μια Ιδέα, ένας προγραμματισμός των σχεδίων σου, μπορεί να σε κάνει να υπερνικήσεις την πραγματικότητα. Αλλά άμα είσαι γεννημένος στη μέση αυτού του επίπεδου, καρφωμένος εκεί, κολλημένος πάνω του, με τη λάσπη ν’ αφθονεί γύρω…;
Πώς υπερνικούσαν αλήθεια την πραγματικότητα οι Κρικ; Λέγοντας ιστορίες. Ρουφάγανε την κάθε ιστορία. Την εποχή που οι Άτκινσον έγραφαν ιστορία, οι Κρικ γεννούσαν παραμύθια.
Υδάτινη Χώρα
Εκδ. Εστία
Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2008
H θάλασσα που στάζω
Yara Yara
Καθώς αποκοιμήθηκες φύλαγε βάρδια ο κάβος.
Σε σπίτι μέσα, ξέχασες προχτές το φυλαχτό.
Γελάς, μα εγώ σε πούλησα στο Rio για δυο centavos
κι απέ σε ξαναγόρασα ακριβά στη Βηρυτό.
Με πορφυρό στα χείλη μου κοχύλι σε προστάζω.
Στο χέρι το γεράκι σου και τα σκυλιά λυτά.
Απάνωθέ μου σκούπισε τη θάλασσα που στάζω
και μάθε με να περπατώ πάνω στη γη σωστά.
Κούκο φορούσες κάτασπρο μικρός και κολαρίνα.
Ναυτάκι του γλυκού νερού.
Σε πιάνει –μην το πεις αλλού- σα γάτα η λαμαρίνα
και σε σαστίζει ξαφνικό προβέτζο του καιρού.
Το ντύμα πάρε του φιδιού και δος μου ένα μαντίλι.
Εγώ, - και σ’ έγδυσα μπροστά στο γέρο Τισιανό.
Βίρα, Κεφαλλονίτισσα, και μάινα το καντήλι.
Σε λόφο γιαπωνέζικο κοιμάται το στερνό.
Σου πηρ’ από τη Νάπολη μια ψεύτικη καμέα
κι ένα κοράλλι ξέθωρο μαζί.
Πίσω απ’ το φριγκορίφικο στην άδεια προκυμαία
έβενος, - γλώσσα της φωτιάς, στο βάθος κρεμεζί.
Φώτα του Melbourne. Βαρετά κυλάει ο Yara Yara
ανάμεσα σε φορτηγά πελώρια και βουβά,
φέρνοντας προς το πέλαγος, χωρίς να δίνει δυάρα,
του κοριτσιού το φίλημα, που στοίχισε ακριβά.
Γερά την ανεμόσκαλα. Καφέ για τον πιλότο.
Λακίζετε, αλυσόδετοι του στεριανού καημού.
Και σένα, που σε κέρδισα μιανής νυχτιάς σε λότο,
σμίγεις και πας με τον καπνό του γκρίζου ποταμού.
Μια βάρκα θέλω, ποταμέ, να ρίξω από χαρτόνι,
όπως αυτές που παίζουνε στις όχθες μαθητές.
Σκοτώνει, πες μου, ο χωρισμός; - Ματώνει, δε σκοτώνει.
Ποιος είπε φούντο; Ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές.